ζυμωθῆναι

ζυμωθῆναι
ζῡμωθῆναι , ζυμόω
leaven
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”